Μαραμπού - Νίκος Καββαδίας

0 Αξιολόγηση
12,00 €
10,80 €
ΚΕΡΔΙΖΕΤΕ:
1,20 €
SKU: 9789603250371
Το Μαραμπού είναι η πρώτη ποιητική συλλογή του Νίκου Καββαδία και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1933 στον Κύκλο. Έκτοτε εκδόθηκε 4 φορές στις εκδ. Γαλαξίας (1961-1971), 16 φορές στις εκδ. Κέδρος (1975-1989) και, από τον Απρίλιο 1990 μέχρι τον Ιούνιο 2000, 13 φορές στις εκδ. Άγρα.

μαραμπού: εξωτικό πουλί, συγγενές προς τον πελαργό, με φτέρωμα άσπρο και γκρίζο, γυμνό ροζ λαιμό και κεφάλι, και με χαρακτηριστικό φουσκωτό θύλακο στη βάση του λαιμού του, ισχυρό και χοντρό ράμφος και πολύ λεπτά και μακριά πόδια. Ζει στην αφρική και τη ΝΑ Ασία. Η λέξη προέρχεται από τα αραβικά, όπου σημαίνει ασκητής, ερημίτης.

Το Μαραμπού είναι η πρώτη ποιητική συλλογή του Νίκου Καββαδία και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1933 στον Κύκλο. Έκτοτε εκδόθηκε 4 φορές στις εκδ. Γαλαξίας (1961-1971), 16 φορές στις εκδ. Κέδρος (1975-1989) και, από τον Απρίλιο 1990 μέχρι τον Ιούνιο 2000, 13 φορές στις εκδ. Άγρα.

Περιέχει τα 22 παρακάτω τετράστιχα ποιήματα (γραμμένα μ'ένα μεθοδικό συνδυασμό εν μέρει παροξύτονης και εν μέρει πλεκτής ομοιοκαταληξίας) : Μαραμπού, Ένας δόκιμος στη γέφυρα εν ώρα κινδύνου, Οι γάτες των φορτηγών, Ένα μαχαίρι, Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ, Ο πιλότος Νάγκελ, Έχω μια πίπα, Η μαϊμού του ινδικού λιμανιού, Ένας νεγρός θερμαστής από το Τζιμπουτί, Gabrielle Didot, Οι προσευχές των ναυτικών, A bord de l'"Aspasia", Γράμμα από τη Μαρσίλια, Ο πλοίραχος Φλέτσερ, Γράμμα ενός αρρώστου, Mal du depart, Η πλώρη μας, William George Allum, Καφάρ, Coaliers, Μαύρη λίστα, Παραλληλισμοί.

Η συλλογή είναι αφιερωμένη στο φίλο του Μέμα Γαλιατσάτο. Κοσμείται με προμετωπίδα του Γιάννη Τσαρούχη. (Από την ιστοσελίδα του εκδότη)

 

 
Εκδόσεις: Άγρα
Ποιητής: Νίκος Καββαδίας
Κατηγορία: Ποίηση
Ημερομηνία έκδοσης: Ιούνιος 2012
Σελίδες: 52
Εξώφυλλο: Μαλακό
Διαστάσεις: 21x14 cm
ISBN: 9789603250371
 
 
Λϊγα λόγια για τον ποιητή: ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
 
Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ, (1910-1975), έγινε πολύ νωρίς γνωστός στην Ελλάδα με την πρώτη του ποιητική συλλογή, «Μαραμπο», που εκδόθηκε το 1933 και που για καιρό πλήθος ναυτικοί την ήξεραν απέξω. Διατήρησε σ' όλη του τη ζωή το παρωνύμιο «Μαραμπού» - το όνομα του κακοσήμαδου και καταραμένου πουλιού που είχε διαλέξει στα είκοσί του χρόνια για να συμβολίσει τον εαυτό του. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο λόγος, για τον οποίο δημοσίευσε τη «Βάρδια», το 1954, προτού σωπάσει για είκοσι χρόνια, ήταν να εξερευνήσει ένα νέο εκφραστικό τρόπο. Ονειρεύτηκε εν συνεχεία -ή καμώθηκε πως ονειρεύτηκε- να γράψει απομνημονεύματα. «Μα θα με σκοτώσουν αν τα διηγηθώ όλα», συνήθιζε να λέει. Στην πραγματικότητα, η ίδια η «Βάρδια» ήταν μυθιστόρημα, ποίημα και αναμνήσεις συγχρόνως. Μέσα στο βιβλίο υπάρχει καταρχάς η ιστορία ενός ταξιδιού. Στη θάλασσα της Κίνας, ένα παμπάλαιο φορτηγό, σαραβαλιασμένο -ένα από κείνα τα σαπιοκάραβα που είχαν ήδη πουληθεί για παλιοσίδερα και που οι έλληνες εφοπλιστές τα πήγαιναν για επιδιόρθωση στο Ρότερνταμ και ύστερα τά 'βαζαν να γυρίζουν τις θάλασσες για χρόνια ακόμα- έχει βάλει πλώρη για το Σαντούν. Αλλά το ουσιώδες έγκειται στις συνομιλίες. Σ' αυτές ακριβώς θεμελιώνεται το έργο. Στις ατελείωτες ώρες της βάρδιας, οι ναυτικοί -ο θερμαστής, ο καπετάνιος ή ο ασυρματιστής, όπως ήταν ο συγγραφέας- αναμασούν από κοινού την κατάστασή τους. Τη ζωή τους την αντιλαμβάνονται ως κατάρα, αλλά μια κατάρα που την αποδέχονται και την επιζητούν: δεν υπάρχει γι' αυτούς χειρότερη δυστυχία από τη ζωή στη στεριά, την αναγκαστική αργία, την αποχώρηση που τους θάβουν ζωντανούς. Υπάρχει μια παράδοξη διαλεκτική αγάπης και μίσους, δυσπιστίας και συνενοχής ανάμεσα σ' αυτούς τους ναυτικούς και το πλοίο τους: αιχμάλωτοι και ξεριζωμένοι μαζί, απεχθάνονται καθετί που θα μπορούσε να τους ελευθερώσει, να σταματήσει την πορεία τους. Μέσω των συζητήσεών τους εισάγονται στην αφήγηση ανέκδοτα και αναμνήσεις - μια ολόκληρη σειρά από ιστορίες, εκτεταμένες ή σύντομες, κωμικές ή φρικιαστικές, πάντα συναρπαστικές, που συνιστούν ένα δεύτερο πλάνο του έργου. Τις πιο μακριές αφηγήσεις τις κάνει ο ασυρματιστής που εκπροσωπεί σαφώς το συγγραφέα και εξάλλου ονομάζεται Νικόλας, όπως εκείνος. Όταν η αφήγηση περνάει στο πρώτο πρόσωπο, περίπου στη μέση του βιβλίου, το μυθιστόρημα φτάνει στην αρτίωσή του. Με το τέχνασμα αυτό αποκτά, πρώτα πρώτα, μια λυρική διάσταση: ένα πλήθος από ονειροπολήσεις ή φαντασιώσεις εκφράζονται, μέσω αληθινών ποιημάτων, σε πρόζα. Αλλά κυρίως το μυθιστόρημα παίρνει τώρα οριστικά ένα χαρακτήρα εξομολόγησης. Εξάλλου, όλες οι αφηγήσεις των ναυτικών είναι επίσης εξομολογήσεις, που αποσπώνται από χείλη που μοιάζουν να μη θέλουν να τις κάνουν. Οι εξομολογήσεις του ασυρματιστή, που είτε τραβούν σε μάκρος είτε, εντελώς αντίθετα, κομματιάζονται και ολοκληρώνονται στα κλεφτά, με αποσπάσματα στη μέση άλλων αφηγήσεων, κυριαρχούν στο έργο. Ένα αίσθημα ενοχής τεράστιο, εμετικό, αφόρητο αναδίδεται απ' αυτές: «Ό,τι αγγίζω σαπίζει. Δεν πεθαίνει, σαπίζει». Μέσα σ' ένα κλίμα συντέλειας του κόσμου, η πατρίδα - Ανατολή δεν επιφυλάσσει στον ταξιδιώτη παρά το θέαμα της ερήμωσης, της πορνείας, της σύφιλης και του θανάτου - καθρέφτη αψευδούς της σήψης του παρελθόντος που έχει μόλις βγει στην επιφάνεια, ακολουθώντας το νήμα των αναμνήσεων. Σ' αυτό τον τόπο καταγωγής δεν μπορούν καν ν' αράξουν. Ο αιώνιος πλάνης δεν έχει το δικαίωμα της επιστροφής. Περιπέτεια ξεχωριστή, εξωτική, φαντασμαγορία με χίλια χρώματα, πότε ποιητική, πότε άσεμνη, πότε παραληρηματική. Μα σίγουρα κι ακόμα πιο πολύ, εικόνα πιθανή, εικόνα πολύ αληθοφανής της άχαρης μοίρας μας. (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)
 
 
 

Δεν υπάρχουν κριτικές γι αυτό το προϊόν

Συνδεθείτε για να γράψετε μια αξιολόγηση. Σύνδεση